ποτανής

ποτανής
ποτᾱνής, ές, [dialect] Dor. for προσηνής, Cleobul. ap. D.L.1.93 ([comp] Sup.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ποτανής — ές, Α (δωρ. τ.) βλ. προσηνής …   Dictionary of Greek

  • ποτάνιος — ιον, Α [ποτανής] (δωρ. τ.) προσηνής …   Dictionary of Greek

  • προσηνής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσανής και ποτανής Α (για πρόσ.) πράος, ευγενικός, καταδεκτικός, με πολιτισμένη, ευγενική συμπεριφορά και φιλική διάθεση (α. «εὔνους καὶ προσηνής», Πλούτ. β. «τὴν προσηνῆ τὸ βλέμμα», Μέν.) μσν. (για τα ευχαριστιακά δώρα)… …   Dictionary of Greek

  • ποτανεστάταν — ποτᾱνεστάτᾱν , ποτανής fem acc superl sg (doric aeolic) ποτᾱνεστάτᾱν , προσηνής soft fem acc superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”